ἀξιώματ'

ἀξιώματ'
ἀξιώματα , ἀξίωμα
that of which one is thought worthy
neut nom/voc/acc pl
ἀξιώματι , ἀξίωμα
that of which one is thought worthy
neut dat sg
ἀξιώματε , ἀξίωμα
that of which one is thought worthy
neut nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καρδιούχος — καρδιοῡχος, ὁ (Μ) αυτός που έχει καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + οῦχος (< ἔχω), πρβλ. αξιωματ ούχος, ραβδ ούχος] …   Dictionary of Greek

  • κλειδούχος — ο (AM κλειδοῡχος, ον, Α αττ. τ. κληδοῡχος, ον, δωρ. τ. κλᾳδοῡχος, ον) το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η κλειδούχος 1. αυτός που κρατά και φυλάει τα κλειδιά, κλειδοκράτης, κλειδοφύλακας 2. αυτός που έχει τη φροντίδα για τη φύλαξη ενός τόπου («Ἔρωτα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”